κούμουλον

κούμουλον
κούμουλον, τὸ ή κούμουλος, ὁ (Μ)
1. σωρός
2. ποσοστιαία αμοιβή που έπαιρναν οι πλοίαρχοι στον Νείλο ανάλογα με την ποσότητα τού σιταριού που μετέφεραν ή φόρτωναν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cumulus «σωρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”